καταφρονητής

καταφρονητής
2707 καταφρονητής
{сущ., 1}
презирающий (Деян. 13:41).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καταφρονητής" в других словарях:

  • καταφρονητής — despiser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητής — και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM καταφρονητής) [καταφρονώ] αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί μσν. ασεβής …   Dictionary of Greek

  • καταφρονητής — ο θηλ. ήτρα και ήτρια αυτός που καταφρονεί, ο περιφρονητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφρονηταῖς — καταφρονητής despiser masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονηταί — καταφρονητής despiser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητοῦ — καταφρονητής despiser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητῇ — καταφρονητής despiser masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητέα — καταφρονητής despiser masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητήν — καταφρονητής despiser masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητῶν — καταφρονητής despiser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονητά — καταφρονητά̱ , καταφρονητής despiser masc nom/voc/acc dual καταφρονητής despiser masc voc sg καταφρονητής despiser masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»